- συνουσιάζοντα
- συνουσιάζωkeep company withpres part act neut nom/voc/acc plσυνουσιάζωkeep company withpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυσιάν — μυσιᾱν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναπνεῑν, ἢ συνουσιαζόντα πνευστιᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύζω (ΙΙ) «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek